Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Ψωμί και Εντολή




Ένας ηλικιωμένος κύριος, γονατιστός στην άκρη του δρόμου, άπλωνε  το χέρι προς τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Γονατιστός. Φώναζε για ψωμί. Φώναζε. Τα ρούχα του, τσαλακωμένα, τρύπια και βρώμικα. Μαύρα. Δεν παρακαλούσε. Απλά φώναζε ‘’ψωμί’’. Γονατιστός, στην άκρη του δρόμου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στην πλατεία, ένας ηλικιωμένος αρχηγός κόμματος ζήταγε ‘’εντολή’’ από τους λιγοστούς παρευρισκομένους. Το λένε και ‘’ψήφο’’. Τα ρούχα του ήταν καθαρά και σιδερωμένα .

Ο ηλικιωμένος,  γονατιστός  κύριος στην άκρη του δρόμου φώναζε για ψωμί. Ο ηλικιωμένος αρχηγός κόμματος φώναζε για ‘’εντολή’’.
Πολλοί έσφιξαν το χέρι του ηλικιωμένου αρχηγού κόμματος.
Κανένας δεν άγγιξε το χέρι του ηλικιωμένου κυρίου στην άκρη του δρόμου.

Ο ηλικιωμένος αρχηγός κόμματος αποχώρησε με το ακριβό του αυτοκίνητο, το οποίο είχε τον οδηγό του.
Ο ηλικιωμένος,  γονατιστός  κύριος στην άκρη του δρόμου αποχώρησε περπατώντας με την βοήθεια μιας μαγκούρας.

Ο ηλικιωμένος αρχηγός κόμματος κατευθύνθηκε προς το πολυτελές σπίτι του.
Ο ηλικιωμένος γονατιστός κύριος, ποιός ξέρει για πού;