Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Να Ακούς




Κάποτε ένας παππούς χάρισε στον αγαπημένο του εγγονό μια συμβουλή. ¨Να ακούς¨. Τον ενθάρρυνε ν’ ακολουθήσει αυτήν τη συμβουλή  και να τη διαδώσει. Τότε το παιδί σκέφτηκε τη θάλασσα ως το καλύτερο μέσο διάδοσης. Τη θάλασσα που χωρίζει και  ενώνει τον κόσμο όλο πάντα φωτισμένη είτε απ’ τον ήλιο είτε απ’ το φεγγάρι. Έγραψε λοιπόν τη συμβουλή σ’ ένα χαρτί, το έβαλε μέσα σ’ ένα μπουκάλι και το έριξε στη θάλασσα. 

Θεωρούσε τον παππού του σοφό κι έτσι ακολούθησε τη συμβουλή του κι όσο μεγάλωνε είχε πάντα μαζί του τα λόγια του  να  του θυμίζουν, ότι κάθε άνθρωπος έχει μια ιστορία, μια ιδέα, μια φωνή και ότι με το ν’ ακούς μαθαίνεις περισσότερα απ’ το να μιλάς. «Όταν πλέον ακούσεις πολλά θα γίνεις κι ο ίδιος μια φωνή», έλεγε ο παππούς. «’Οταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φωνή», έλεγε το παιδί. Ο παππούς του, του έλεγε ν’ ακούει τις φωνές, όπως ήταν αυτές κι όχι όπως ίσως  θα ήθελε εκείνος να ήταν και επίσης πως καμία φωνή δεν πρέπει να επιβάλλεται. 

Άκουσε πολλές φωνές που αντιστεκόντουσαν και διεκδικούσαν,  φωνές μαχόμενες ν’ ακουστούν. Άκουσε όμορφες φωνές να λένε άσχημες ιστορίες που οδηγούσαν όμως σε μονοπάτια χωρίς προκαταλήψεις κι εγωκεντρισμούς. Φωνές που δεν ήταν μόνο προϊόν σκέψης αλλά κι εμπειρίας. Πολλές φορές κόπιαζε για να κατανοήσει και να αισθανθεί τις φωνές αλλά αυτός ο κόπος τις έκανε πιο όμορφες, ιδιαίτερες και δοτικές.

Όταν έπιανε καμιά φορά τον εαυτό του να ξεφεύγει απ’ τη συμβουλή πήγαινε στη θάλασσα, σκεφτόταν το μπουκάλι του κι έγραφε στο μυαλό του ιστορίες. Φανταζόταν μια θάλασσα από φωνές που ο άνεμος θα τις έκανε κύμα για να σπρώξουν, να μετακινήσουν, να εμπνεύσουν. 

Με το πέρασμα του χρόνου και μετά απ’ τις φωνές που άκουσε, μέσα από μια εσωτερική αναζήτηση, μέσα από το γκρέμισμα τοίχων για να εισχωρήσει σε άλλους δρόμους, κατάλαβε ότι έπρεπε να συνεχίσει ν’ ακούει. Είχε έρθει όμως κι η ώρα να γίνει κι ο ίδιος η φωνή που θα διαδώσει τη δική του ιστορία. Μπήκε στο μπουκάλι και ρίχτηκε στην θάλασσα των φωνών. Και το παιδί έγινε αυτό που επιθυμούσε από μικρό. Και που ξέρεις; Ίσως κάποτε, σε κάποια στεριά, να το βρεις μέσα στο μπουκάλι του. Άκουσε το.