Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Γλάστρα- Λεωφορείο- Μολύβι




(i)
Γλάστρα
Την έπαιρνε πάντα μαζί του. Στη δουλειά, στους μοναχικούς του περιπάτους, στο φαγητό. Της μιλούσε συνεχώς. Δεν την άφηνε ποτέ μόνη για να μην είναι κι αυτός μόνος. Την έπαιρνε φεύγοντας το πρωί για τη δουλειά και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Μια μικρή γλάστρα γαρδένιας. 

Κάθε μέρα έπαιρνε το λεωφορείο με τη γλάστρα πάντα στο χέρι του κι όλοι στην αρχή τον κοιτούσαν περίεργα. Με τον καιρό τον συνήθισαν και τα περίεργα βλέμματα άρχισαν σίγα σιγά να μετατρέπονται σε βλέμματα λύπησης και συμπάθειας.

Με τον καιρό όμως η γαρδένια άρχισε να μαραίνεται και να μην βγάζει νέους ανθούς ενώ συνέχιζε να την περιποιείται κανονικά. Δεν είχε αλλάξει τίποτα από την καθημερινή φροντίδα ρουτίνας. Πήγε σ’ έναν φυτολόγο για να εξετάσει την αγαπημένη του. Η γαρδένια του χρειαζόταν χώρο για να αναπτυχθεί. Μια πιο μεγάλη γλάστρα. Προβληματίστηκε γιατί με τη μεγαλύτερη γλάστρα δεν θα μπορούσε να την έχει πάντα μαζί του. Γύρισε σπίτι μαζί της χωρίς την μεγαλύτερη γλάστρα. Πήρε το αγαπημένο του μολύβι και της έγραψε ένα επικήδειο γράμμα. Το έβαλε σε μια σακούλα μαζί με την αγαπημένη του και την έθαψε σ’ ένα έρημο μέρος κοντά στο σπίτι του, εκεί όπου έπαιζε όταν ήτανε μικρός. Την επόμενη μέρα αγόρασε μια νέα μικρή γαρδένια.

(ii)
Λεωφορείο
Είμαι μέσα σ’ ένα κίτρινο λεωφορείο χωρίς ρόδες. Δεν πατάει στο έδαφος. Δεν μπορεί. Δεν έχει κατεύθυνση, δεν έχει οδηγό. Το μπροστινό του μέρος ίδιο με το πίσω. Μόνο καθίσματα χωρίς θέση οδηγού. Μόνο εγώ μέσα και μόνο εσύ απ’ έξω. Με περιμένεις; Μα πάντα εγώ σε περίμενα. Κρατάς μια γλάστρα. Μαραμένη. Τόσο που δεν διακρίνεται τι φυτό ήταν πριν καταντήσει έτσι. Από τον χρόνο μαράθηκε ή από την αδιαφορία; Με περιμένεις;

Σου μιλάω. Δεν μ’ ακούς; Σου φωνάζω. Δεν μ’ ακούς. Ο ήχος της φωνής μου δεν μπορεί να βγει από το λεωφορείο. Δεν σε φτάνει. Δεν μας χωρίζει μόνο ένα κομμάτι γυαλί αλλά και μια μαραμένη γλάστρα. Μόνο με κοιτάς. Το πρόσωπό σου απρόσωπο. Χωρίς έκφραση. Βρίσκω μόνο ένα μολύβι στην τσέπη μου. Δεν βρίσκω χαρτί. Προσπαθώ να σου γράψω στο τζάμι μα το μολύβι δεν είναι τόσο δυνατό για ν’ αποτυπώσει τις λέξεις πάνω στο γυαλί. Μα τι προσπαθώ να γράψω; Τι προσπαθώ να πω; Ψάχνω να βρω τι νοιώθω για να ανακαλύψω τι θέλω να γράψω. Το ψιθυρίζω μα δεν το ακούω. Κάτι σαν «φεύγω» μοιάζει. Αλλά πως γίνεται να φεύγω με ένα λεωφορείο χωρίς ρόδες; Δεν με περιμένεις. Έφυγες από το λεωφορείο με μια μαραμένη γλάστρα που δεν της έδωσες τον χώρο που χρειαζόταν για ν’ αναπτυχτεί.

(iii)
Μολύβι
Κάθε μέρα σχεδόν παίρνω το λεωφορείο από τη δουλειά για το σπίτι. Ενώ πολλοί βαριούνται την ώρα που βρίσκονται στο λεωφορείο, εγώ τη βρίσκω δημιουργική. Παρατηρώ τους ανθρώπους και φτιάχνω ιστορίες. Στο λεωφορείο οι σκέψεις μας ακούσια αποτυπώνονται στο πρόσωπό μας, στα μάτια μας και στο σώμα μας, είτε με την κίνηση είτε με τη στάση μας. Ακόμα και τα ρούχα μας έχουν κάτι να πουν.

Γράφω πρώτα τις ιστορίες όπως τις φαντάζομαι ότι είναι και ύστερα τις διορθώνω έτσι όπως εγώ θα ήθελα να είναι. Τις γράφω με μολύβι. Έτσι διορθώνονται πιο εύκολα και χωρίς μουτζούρες. Σβήνω, γράφω. Το μολύβι είναι  δίχτυ ασφαλείας. Ό, τι λάθος και να κάνω μπορώ να το σβήσω χωρίς να αφήσω σημάδια. 

Σήμερα μου τράβηξε το ενδιαφέρον ένας νεαρός στο απέναντι κάθισμα που κρατάει μια γλάστρα. Είναι η γιορτή της μητέρας. Την πηγαίνει στη μαμά του. Στο κορίτσι του θα πήγαινε λουλούδια. Στο δικό μου μυαλό οι γλάστρες είναι συνδεδεμένες με μεγαλύτερες ηλικίες. Οι γλάστρες έχουν ρίζες. Ταιριάζουν σε πιο μεγάλες και σταθερές σχέσεις. Όπως αυτή με τους γονείς. Ίσως να κάνω και λάθος. Γι’ αυτό υπάρχει και το μολύβι. Εξάλλου εγώ δεν ξέρω. Δεν χάρισα ποτέ στην ζωή μου γλάστρα σε κανέναν. Μια φορά μόνο χάρισα, αλλά αυτή δεν μετράει, γιατί όταν οι ρίζες του φυτού ήθελαν να αναπτυχθούν, δεν βρήκαν χώρο.