Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Το άδειο μιας Τετάρτης




Γλίστρησες από τα χέρια, χέρια ανέγγιχτα πια
από τη μυρωδιά σου, χέρια
Πολλοί προσπάθησαν να σου φτιάξουν ένα μέλλον
σε χρώμα κόκκινο σαν το μπλουζάκι που αγαπούσες,
κάποιος γύρισε την κλεψύδρα του θανάτου σου.

Κατέληξες στην άμμο, εκεί που το μέλλον
σε ήθελε να παίζεις,
να φτιάχνεις κάστρα με κύμα ανίκανο να τα γκρεμίσει
αυτά τα κύματα εσένα έσπρωξαν,
το νερό σε ξέρασε εύκολα
κανένα κύμα μεγάλο δεν ξεσηκώθηκε,
ένα μικρό μονάχα.
Φοβόσουν,
φοβόσουν τι θα αντικρίσεις, γύρισες την πλάτη
έτσι σε βρήκαν, με τα μάτια μέσα στην άμμο.
Δεν μας αξίζει η ματιά σου, το μέλλον σου χρωστάμε
ξεγλίστρησες από τη ζωή που δεν σου σώσαμε.

Ο θάνατος όταν έχει όνομα πονάει περισσότερο
όχι αρκετά όμως ώστε να τον ανατρέψει.
Αποτυχία αίσθησης μα  και μνήμης.
Ήταν Τετάρτη πρωί, μια αποτυχημένη Τετάρτη.
Το φευγιό σου πέφτει χρωματιστό, -κόκκινο και μπλε-
δεν έχει όμως λέξεις κι  εγώ παλεύω
να τις βρω, να τις σώσω, πνίγηκαν κι αυτές
μαζί με τις καραμέλες στην τσέπη σου.

Πνίγηκα κι εγώ μες στα άνοστα τσιγάρα
ο αριθμός τους μεγαλύτερος από τα χρόνια σου
με ακούει η μουσική να λέω το όνομά σου
και συνθέτει ένα τραγούδι μελλοντικό χορό χαμένο.

Αν μπορούσες να μας ρωτήσεις θα απαντούσαμε
τον φόβο μας
θα έβλεπες το άδειο μέσα μας ληγμένο απ’ τον καιρό,
εμείς δεν θα ρωτούσαμε τίποτα, εσύ
θα μας χαμογελούσες, θα άνοιγες τα χέρια
και δεν θα μας άφηνες να γλιστρήσουμε.
Ξεχάσαμε την απόγνωση της πραγματικότητας
ξεχάσαμε,
ξεχάσαμε τη μυρωδιά του νηπιαγωγείου
κοιμηθήκαμε πάνω στο μέλλον σου, ξεχαστήκαμε,
κανείς δεν θυμάται το όνομά σου.
Τον αδερφό σου τον έλεγαν Γκαλίπ.