Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο επισκέπτης τον μεσημεριών μου





Τον σιχαίνομαι όταν παίζει με το μυαλό μου. Τον βλέπω να κρατά στα χέρια του τον εγκέφαλό μου και να τον πλάθει, να τον γαργαλάει, να τον τρυπάει, να τον ζωγραφίζει και να τον κλωτσάει σαν να παίζει  μπάλα. 

Πέντε το απόγευμα. Αυτή είναι η ώρα που εδώ και μήνες ξεκινάει η μέρα μου. Τότε ξυπνάω. Το βράδυ έχει γίνει το μεσημέρι μου. Στο μεσημέρι μου έρχεται συνήθως κι αυτός. Δεν ξέρω αν έχει στοιχειώσει το σπίτι μου ή εμένα τoν ίδιo. Ξέρω όμως ότι δεν έχω χώρο για σκιές ούτε στο σπίτι μου, ούτε στο κεφάλι μου. Αλλά αυτός έρχεται. Δεν τον θέλω κι ας είναι η μόνη παρέα που έχω. Είναι ο καθρέφτης μου. Σκέφτηκα να τον σπάσω αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Θέλω να κάτσω να διαβάσω το βιβλίο μου στο μπαλκόνι. Ένα βιβλίο εκατόν είκοσι σελίδων που προσπαθώ να τελειώσω εδώ και μήνες. Διαβάζω μία σελίδα και νοιώθω σαν να μην τη διάβασα ποτέ. Δεν τη θυμάμαι και ξαναρχίζω από την αρχή. Θέλω  ησυχία και μοναξιά. Τη βαρέθηκα την μοναξιά μου. Ήρθε κι αυτός. Έρχεται συνήθως όταν όλα ησυχάζουν. Όταν τον ρωτάω γιατί έρχεται σε εμένα δεν μου απαντάει, παρά χαμογελάει ειρωνικά. 

            Το δικό μου βράδυ, η ώρα δηλαδή που εγώ κοιμάμαι ξεκινάει κατά τις επτά το πρωί. Πολλές φορές βασανίζομαι να κοιμηθώ και το ρολόι μπορεί να δείχνει εννιά. Μου αρέσει που δεν κοιμάμαι την ώρα που μου ορίζει η κοινωνία. Όποτε θέλω εγώ θα κοιμηθώ. Υπάρχουν και οι φορές που θέλω να ακολουθήσω την καθημερινότητα που έχουν ορίσει οι άλλοι και τις συνήθειές τους, για να τους συναντήσω. Βαρέθηκα να βλέπω μόνο εμένα και τον καθρέφτη μου που με επισκέπτεται τις νύχτες. Θέλω να φύγω αλλά είμαι κουρασμένος. Αναρωτιέμαι αν φύγω θα έρθει κι αυτός μαζί μου ή έχει στοιχειώσει μόνο το σπίτι μου; Φοβάμαι να του κάνω αυτή την ερώτηση μήπως  θυμώσει και φύγει. Μα θέλω να φύγει. Αλλά σκέφτομαι και το μετά. Το μετά χωρίς αυτόν. Το πριν και το τώρα δεν είναι όμορφα και το μετά με τρομάζει. Τρομάζω στην ιδέα μήπως είναι ίδιο με το τώρα ή χειρότερα. 

Τον βαρέθηκα και βαρέθηκα να τον φοβάμαι. Με φοβίζουν οι καθρέφτες. Γι’ αυτό κι όλοι οι καθρέφτες του σπιτιού μου είναι καλυμμένοι για να μην βλέπω ούτε αυτούς, ούτε αυτό που αντικατοπτρίζουν. Μόνο αυτός έχει μείνει που έρχεται τις νύχτες. Ο επισκέπτης των μεσημεριών μου. Μιλάει πολύ. Ιδιαίτερα όταν οι σκιές του μυαλού μου μαζεύονται όλες μαζί και κάνουν πάρτι. Λίγες οι φορές που με αφήνει στην ηρεμία μου και μένει αμίλητος. 
 Τον ζηλεύω όταν κάνει αυτά που εγώ δεν μπορώ να κάνω. Αγγίζει το βιβλίο που έχω πολύ καιρό να ανοίξω και το έχω βάλει σε ένα σημείο στην βιβλιοθήκη μου έτσι ώστε να μη φαίνεται. Αυτό με την αφιέρωση εκείνης. Το διαβάζει με άνεση ενώ εγώ δεν μπορώ να το κοιτάξω καν. Του συμπεριφέρεται σαν να είναι κάτι ασήμαντο. Και είναι. Αλλά για εμένα είναι σημαντικό. Πως κάτι ασήμαντο για κάποιον είναι ο θησαυρός κάποιου άλλου;

Τον μισώ όταν μπορεί και κοιτάζει τις φωτογραφίες. Εκείνες με εκείνη. Μια φορά προσπάθησα να τις κοιτάξω και εγώ και παρέλυσα. Νόμιζα ότι η καρδιά μου δεν άντεχε αυτό που της έκανα και βγήκε από το σώμα μου και άρχισε να τρέχει μακριά μου.

Δεν ξέρω τι ώρα είναι αλλά νοιώθω κουρασμένος. Δύσκολο το προηγούμενο βράδυ. Υπερένταση το λένε νομίζω. Δεν ξέρω τι ήταν. Έφτιαξα όλο το σπίτι. Το καθάρισα και το τακτοποίησα σαν να καθάριζα και να τακτοποιούσα την ίδια μου τη ζωή. 

Το πήρα απόφαση. Θα βγω από το σπίτι. Να ξεφύγω από τον καθρέφτη μου. Εκεί έξω όμως έχει πολλούς καθρέφτες. Και αν δεν αντέξω θα γυρίσω πίσω. Όχι δεν πρέπει να γυρίσω πίσω. Δεν θέλω να με ακολουθήσει αλλά φοβάμαι και μόνος μου. Δεν ξέρω που να πάω αφού πάντα και παντού πήγαινα μαζί του. Και δεν θα τον βρω πουθενά εκεί έξω. 

Πρέπει να του το πω. Αν και νομίζω ότι ξέρει την κάθε μου σκέψη. Φοβάμαι μήπως θυμώσει. Μπορεί να μου κάνει και κακό. Ας μου κάνει. Ίσως έτσι γλιτώσω. Περίμενα να έρθει το βράδυ και όταν του είπα δεν αντέδρασε. Δεν έσπασε τίποτα από θυμό, δεν έκλαψε και δεν ξέσπασε παρά μόνο μου χαμογέλασε καθώς εγώ άνοιγα την πόρτα. Όταν γύρισα πίσω, σκούπισα τα θρίψαλα και τα πέταξα στα σκουπίδια με τα υπόλοιπα. Άλλος ένας καθρέφτης που σκότωσα.  

Άνοιξα το ραδιόφωνο. Πήρα το βιβλίο μου κι έκατσα στο μπαλκόνι. Ο ήλιος έβγαινε και σιγοτραγουδούσα μαζί με την Alice Russel, you will return, you will return. Θα γυρίζει;