Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Καμουφλάζ



Η αντανάκλασή μου είναι θαμπή. Και διπλή. Ο ήλιος τη χτυπάει ψυχρά. Ή μήπως δεν είναι ήλιος και είναι φως; Η θαμπή αντανάκλαση είναι καλύτερη, απ’ την κανονική φιγούρα. Ντυμένη με σκιές. Τις φοράει κάθε μέρα. Θέλει δεν θέλει. Τις φοράει γυμνή. Γυμνά είναι και τα βλέμματα των άλλων. Χωρίς φως, σκιές και αστραπές.

Αστραπές στο τζάμι. Όχι όπως όταν ήμουν παιδί και τις φανταζόμουν. Αληθινές. Τρομακτικές. Παίζουν και χτυπούν. Η φαντασία μέχρι εκεί που σταματάει το τζάμι. Είμαι έξω. Είμαι μέσα. Κανείς δεν ξέρει. Ούτε εγώ. Στο παλιό δωμάτιο. Εκεί που μεγάλωνε το μέλλον. Είχα ήδη μεγαλώσει παραμένοντας παιδί. Εξωτερικά μόνο. Το έξω μου είναι το μέσα σου. Μπαίνεις έξω με καθαρά, σκουπισμένα παπούτσια και πατάς χωρίς να αφήσεις πατημασιές στα κύτταρα των σκέψεων. Φόρεσα μια σκέψη για καμουφλάζ και ψάχνω τις ερωτήσεις. Κρύφτηκαν στην επιφάνεια των πιο σκοτεινών μου δρόμων. Χάνομαι και ξαναβρίσκομαι.

Πολύχρωμα γλειφιτζούρια σκορπούν χρώματα στους ήδη πατημένους δρόμους. Η ταχύτητα μεγάλη. Κάποιος τη σπρώχνει για να πάει πιο γρήγορα. Κάποιος βιάζεται γιατί δεν έχει χρόνο και ο χρόνος δεν υπάρχει. Έχει φύγει εδώ και καιρό. Δεν μας άντεξε. Τον κυνηγούσαν οι τύψεις. Άφησε όλα του τα υπάρχοντα εδώ σε εμάς. Μας άφησε και σημάδια. Μας μαστίγωσε με τα δευτερόλεπτά του και μας πυροβόλησε με τα λεπτά του, αφήνοντας στους δρόμους μας και στα χρώματά μας, τρύπες. Κάποιες φορές πέφτω μέσα και περιμένω από τις σκιές να με τραβήξουν. Έξω. Οι νότες των ρολογιών δεν μου λείπουν. Η μουσική αυτή έχει χαθεί πια. Κάποιοι έχουν παραισθήσεις. Βλέπουν τον χρόνο και τον ακούν ακόμα. Κάποιοι τον κυνηγούν. Τον ψάχνουν σαν να ψάχνουν κρυμμένο θησαυρό. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι μόνο θα χάσουν παρά θα κερδίσουν αν τον βρουν. Ας τον βρουν. Εδώ να μην τον φέρουν.

Κι εγώ ψάχνω κρυμμένους και χαμένους θησαυρούς, μέσα στα ντουλάπια και τα κουτιά των άλλων. Συνηθίζουν να κλείνουν τις ζωές τους σε κουτιά. Δεν ξέρω σε ποια παρτιτούρα ακριβώς περιμένουν να ακούσουν τη ζωή τους. Ζαρωμένα κουτιά και σκονισμένα χέρια. Δεν έχουν πάρει ζωές στα χέρια τους να τις φέρουν σβούρες και να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα από αυτά που σε αφήνουν με ανοιχτό το στόμα. Το στόμα όμως ανοιχτό. Δεν μπαίνει και δεν βγαίνει τίποτα. Καμία λέξη κανένα σύννεφο. Αποχαυνωμένα τέρατα που περιμένουν να ζήσουν.  Κι εγώ ο ίδιος μέσα σε κουτί. Στου άλλου το κουτί. Δεν με θέλω κλεισμένο εκεί μέσα. Την αποχαύνωση δύσκολα την ξεκολλάς από το εσωτερικό βλέμμα  του άλλου.

Οι υπεύθυνοι θα έπρεπε να απαγορέψουν τη διακίνηση κουτιών. Να τα κάψουν όλα και να μην επιτρέψουν ποτέ ξανά να κατασκευαστούν κουτιά που κλείνουν μέσα ζωές. Κουτιά που δεν εξελίσσουν αυτό που από την αρχή ήθελε την έλλειψη της εξέλιξης από φόβο. Ευνουχίστε κουτιά και όχι ζωές. Και εσύ που ήδη ευνουχίστηκες από την έλλειψη βρες τις εικόνες και μάθε την αλήθεια πριν βγάλεις συμπεράσματα με το ελάχιστο μυαλό που σου δόθηκε. Το ελάχιστο είναι η τροφή σου. Αγαπάς την έλλειψη. Σε τρέφει και σε ποτίζει. Και η αναπηρία σου ανθίζει μέρα με τη μέρα. Και οι καρποί πέφτουν και σαπίζουν γύρω σου και γίνονται λίπασμα για να διατηρήσουν αυτή σου την αναπηρία.

Ένα χέρι ήρθε και σου έδωσε αυτό που ήθελε και όχι αυτό που ζήτησες. Ένα στόμα ήρθε και σου  είπε αυτό που ήθελε και όχι αυτό που είχες ανάγκη να ακούσεις. Ένα βλέμμα που κοίταξε τους φόβους σου κι ένα πόδι σου έδωσε μια κλωτσιά. Την πήρες αγκαλιά και έγινες άλλος. Τώρα είμαι εγώ η κλωτσιά και ο χρόνος που λείπει μπροστά από την θαμπή μου αντανάκλαση, παράξενος έξω από το κουτί σου. Εγώ δεν είμαι εσύ.