Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Μνήμες σε μέθη



Η μέθη φεύγει. Αφού αναισθητοποίησε κάθε κύτταρο και όργανο τώρα φεύγει. Κύλησε μέσα από φλέβες, αγγεία για να καταφέρει να ακινητοποιήσει εμένα και κάθε σκέψη μου, κάθε συναίσθημα. Ένα μείγμα χημείας αρκεί για μια απώλεια συνείδησης, για τη μετάβαση από την εγρήγορση στην αδράνεια και την έλλειψη επαφής με το περιβάλλον. Το δικό μου περιβάλλον. Τι μέρα είναι; Μάλλον η ίδια με πριν τον αποκλεισμό των νεύρων του σώματός μου. Όλα έγιναν γρήγορα. Όλα σβήστηκαν γρήγορα από κάθε ζωντανό κύτταρο πάνω μου. Έφυγε ο πόνος και τώρα ξαναέρχονται σιγά- σιγά αναθυμιάσεις από αυτά που δεν θέλω να θυμάμαι. Αυτή κοντεύει να φύγει, το νοιώθω. Φεύγει χωρίς καν μια επιπλοκή και ξαναέρχεται η πραγματικότητα. Ξαναζωντανεύουν από τη λήθη τους. Έτσι είναι οι μνήμες μου, αν δεν τις σκοτώσω ξαναέρχονται.

Ο πόνος αρχίζει να ρέει στο αίμα μαζί με όλα αυτά που θυμάμαι. Αυτά δημιουργούν τον πόνο. Ανακουφίζομαι με τα δακτυλικά αποτυπώματα των πολύχρωμων στιγμών ενώ αυτές δημιουργούν ένα ποτάμι με χρώματα μέσα στις φλέβες και κυλούν χορεύοντας. Μοιάζει με πίνακα του Βαν γκονγκ που καθώς τον περιεργάζεσαι διακρίνεις πάνω στον καμβά ένα πινέλο να χορεύει φτιάχνοντας μια χορογραφία με πυκνά χρώματα σχηματίζοντας είτε αστέρια, είτε ηλιοτρόπια.

Είναι οι στιγμές που καταλαμβάνουν τα νεύρα του σώματός μου και με κάνουν να κατανοώ την ύπαρξη αλλά και την ανυπαρξία, την αναλγησία αλλά και τον πόνο. Εκείνες που ένοιωσα κάθε κύτταρο να χοροπηδάει, όταν ο ήλιος ζέστανε το παγωμένο μου πρόσωπο, όταν οι μυρωδιές των αγαπημένων μου εισχώρησαν στο σώμα μου και το κατέκλυσαν δημιουργώντας έναν εσωτερικό μυστικό κήπο, μόνο για μένα, με όλα τα έργα τέχνης της φύσης που δίνουν ζωή αλλά και έμπνευση. 

Έργο τέχνης κι αυτή η φωλιά χελιδονιών μεταξύ αλουμινίου και τσιμέντου έξω από το παράθυρο. Αρχιτέκτονες τα χελιδόνια. Η φωλιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δέκα συνεχή χρόνια. Τη φτιάχνουν με λάσπη και σάλιο και ο ήλιος την κάνει ανθεκτική σαν να είναι από τσιμέντο. Αν δεν την γκρεμίσεις επιστρέφουν στις ίδιες φωλιές. Φέρνουν την άνοιξη όπως οι μυρωδιές τον μυστικό μου κήπο. Θέλει κι αυτός ήλιο για να γίνει ανθεκτικός και να έχει διάρκεια.

Τα βλέπω, έρχονται και φεύγουν. Να μπορούσαν να με πάρουν από δω. Αλλά τι να με κάνουν; Αυτά έχουν συντροφιά. Ζουν πάντα ζευγαρωμένα. Πάντα. Πόσος χρόνος είναι το πάντα τους άραγε; Πώς τον μετράνε τον χρόνο; Ο χρόνος δεν πρέπει να μετριέται με νούμερα αλλά με ωραίες και άσχημες στιγμές. Το πέρασμα από το τέλος σε μια άλλη αρχή. Το διάστημα μιας οδυνηρής κατάστασης ή μια ευχάριστης. Αυτός είναι ο χρόνος όπως κι αν τον έχουν βαφτίσει, γιατρό, θεραπευτή, εχθρό. Εγώ τον βαφτίζω διάρκεια. Διάρκεια που βασανίζει και είναι ατελείωτη και διάρκεια που λυτρώνει και τελειώνει στην αρχή της. 

Είχε πήξει το αίμα και δεν κυλούσε. Δεν ένοιωθα. Έφυγε η χημεία και άρχισε και πάλι τη ροή. Με γαργαλάει να ξυπνήσω. Ανοίγουν και τα μάτια. Τόσο ώστε να μπορούν να διακρίνουν έναν πόνο να κάθεται στο παγκάκι σε αυτόν εδώ τον μικρό κήπο. Ένα ζαρωμένο χαρτομάντιλο απορροφά τα δάκρυα της κοπέλας όχι όμως και τον πόνο της. Ένα χέρι την ακουμπάει στον ώμο. Πέντε δάχτυλα αγγίζουν το δέρμα της. Αυτό μου έλειπε όταν η χημεία είχε αναισθητοποιήσει το κορμί μου. Το άγγιγμα. Η αναισθησία παίρνει τον πόνο αλλά παίρνει και το άγγιγμα. Αυτό το μοναδικό συναίσθημα που σου δημιουργεί. Το άγγιγμα του την ανακουφίζει. Δημιουργεί ένα είδος γέφυρας ανάμεσά τους όπου εκεί πάει ο πόνος και την ξελαφραίνει λίγο από το βάρος του. 

Είναι κάποιοι πόνοι που δεν πάνε ποτέ σε γέφυρες. Δεν μοιράζονται δυο σώματα. Είναι αυτοί που έχουν κλειδωθεί στο σώμα και δεν βρίσκουν κανένα παράθυρο και καμία πόρτα για να βγουν και από το μόνο που μπορεί να ανακουφίσει το σώμα είναι η αναισθησία της χημείας. Τότε δεν νιώθεις τον πόνο να παλεύει για να βγει από το σώμα. Δεν νιώθεις τίποτα. Τίποτα δεν νιώθεις.
Νοιώθω άβολα. Το σώμα μου είναι έρμαιο των γύρω μου. Το μυαλό μου μπορεί να ξύπνησε, το σώμα μου όμως όχι. Από τη μέση και πάνω μπορώ να νιώσω το άγγιγμα. Από εκεί και κάτω τίποτα. Όχι ακόμα. Προσπαθώ να τεντώσω το μυαλό μου αφού δεν μπορώ να τεντώσω το κορμί μου. Είναι εκτεθειμένο σε όλους αυτούς με τις άσπρες στολές.

Το χαρτομάντιλο έλιωσε από τα δάκρυα. Πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ο πόνος όμως όχι. Ούτε το άγγιγμα. Να με άγγιζε κι εμένα κάποιος. Μόνο το μυαλό μου νοιώθω. Τίποτα άλλο. Θέλω κάποιος να χαϊδέψει το μυαλό μου. Να νιώσω ένα χέρι, πέντε δάχτυλα, μια παλάμη, να γλιστράει αργά πάνω του. 

Υπάρχει μια τελετή πριν φύγει εντελώς η χημεία. Εγώ στο κρεβάτι ακίνητος και γύρω μου αυτοί με τα λευκά να προσπαθούν να με συνεφέρουν και να με επαναφέρουν στην πραγματικότητα, στην κανονική ροή του αίματος μου. Ποια πραγματικότητα; Μη με θυσιάζετε σε αυτήν. Αφήστε με ακίνητο, αναίσθητο στη μέθη, να σκοτώνω τις μνήμες μου.