Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Τυχαία συνάντηση




Μόλις είχα προσγειωθεί για το φεστιβάλ Κινηματογράφου στο χιονισμένο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Στο ίδιο αεροδρόμιο που κάποτε είχα γονατίσει μπροστά της και της έκανα πρόταση γάμου. Στα ψέματα. Μας άρεσε να στήνουμε σκηνές και να παρατηρούμε τις αντιδράσεις των περαστικών. Προσποιούμασταν πως συγκινούμαστε και οι δύο και μετά δίναμε ένα ερωτικό, γεμάτο πάθος, κινηματογραφικό φιλί. Στο ίδιο φιλί ήλπιζα και τώρα που τη βλέπω και πάλι μπροστά μου. Κάναμε όπως και οι ηθοποιοί.  Διασκεδάζαμε πολύ παίζοντας ρόλους. Δίναμε στον κόσμο λίγη από τη μαγεία που του έλειπε. Του δίναμε ιδέες να κάνει το ίδιο. Τότε θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Εγώ ξέχασα ν’ αλλάξω εμένα. Για εμάς όλα ήταν ένα παιχνίδι.

Όταν γεννήθηκα όλοι κλαίγανε, όχι από χαρά, επειδή γεννήθηκα με ένα νεφρό. Τότε δεν ήξεραν εάν είναι σοβαρό και είχαν ήδη αρχίσει να πενθούν για μένα. Μετά τους εξήγησαν οι γιατροί  ότι ο μονήρης νεφρός δεν είναι και τόσο σοβαρή αναπηρία και θα είχα μία φυσιολογική υγιή ζωή. Τουλάχιστον ως προς την ομαλή νεφρική λειτουργία γιατί η πνευματική μου υγεία είναι ακόμα συζητήσιμη. Από τότε ένοιωθα πάντα κάτι να μου λείπει. Ανολοκλήρωτος, μισός, ελλιπής.

            Μέχρι που τη γνώρισα. Τότε σπούδαζα σκηνοθεσία στο Δουβλίνο και ήμουν πλανόδιος μουσικός στα στενά του Temple Bar. Μου έλειπε η Ελλάδα και τραγουδούσα κάποια Ελληνικά τραγούδια που και που. Μια παγωμένη Τετάρτη θυμήθηκα τον Κουγιουμτζή. Μου τον είχε μάθει ο παππούς μου όταν πηγαίναμε το Πάσχα στο χωριό. Είχε όλους του τους δίσκους. Βινύλιο τότε. Ο παππούς με έκανε να αγαπήσω τη μουσική αλλά και το θέατρο. Ο σοφός, όπως τον αποκαλούσα εγώ, όταν ερχόταν στην Αθήνα πάντα μου ζητούσε να τον πάω στο θέατρο και στον κινηματογράφο. 

 «Το πρώτο βράδυ που σε πήρα αγκαλιά θυμάμαι ήτανε γλυκιά πρωτομαγιά» και πριν καν το καταλάβω μια φάλτσα φωνή συνέχισε τον στίχο «Κι ήσουν ωραία όταν γελούσες μοσχοβολούσες σαν πασχαλιά».
«Θέλεις πολύ δουλειά ακόμα», της είπα.
Δεν ήταν πολύ όμορφη, ένα κλασικό κορίτσι αλλά δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της, όσο κι αν προσπαθούσα να το παίξω άνετος.  Χωρίς να μιλήσει έκανε να φύγει.
«Εντάξει πλάκα έκανα. Καλή είσαι»
«Το ξέρω»
«Ότι έκανα πλάκα ή ότι είσαι καλή;»
«Ότι είμαι καλή. Δεν σε ξέρω ακόμα καλά για να γνωρίζω το χιούμορ σου, που παρεμπιπτόντως δεν είναι και τόσο καλό»
«Το «ακόμα»  να υποθέσω ότι υποδηλώνει μία επιθυμία να με γνωρίσεις;»
«Το ότι βγάζεις τόσο εύκολα συμπεράσματα να υποθέσω ότι είναι χαρακτηριστικό του χαρακτήρα σου;»
«Μιχάλης»
«Νεφέλη»

Έτσι άρχισαν όλα. Αυτή σπούδαζε μουσική παραγωγή. Έγραφε μουσική και σχεδίαζε πάνω σε χαρτί. Στο σπίτι όταν δεν αγκάλιαζε την κιθάρα της, αγκάλιαζε εμένα και βλέπαμε ταινίες, αφού πρώτα είχαμε τσακωθεί για το τι ταινία θα βλέπαμε. Ήθελε θρίλερ, βλέπαμε περιπέτεια. Σε κάθε ταινία εγώ της ανέλυα πώς θα σκηνοθετούσα τις σκηνές. Κάτι σαν παιχνίδι.  Ήξερα ότι δεν με άκουγε πάντα αλλά με άφηνε να μιλάω. Άλλες φορές μου σχολίαζε τις σκηνοθετικές μου προτάσεις και έμπαινε κι αυτή στο παιχνίδι. 

Όλα παιχνίδι, ακόμα και η ζωή, ακόμα κι ο ερωτάς μας. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που ενωθήκαμε και νοιώθω ακόμα αυτό το ίδιο συναίσθημα, συναίσθημα ολοκλήρωσης. Τα στόματα μας ενώνονταν ασταμάτητα σαν να είχαν μια μυστική συζήτηση μεταξύ τους, ενώ οι σκιές των κορμιών μας, ακολουθούσαν τις ερωτικές μας κινήσεις.  Τα μάτια μου και τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά κι όταν άνοιγαν δεν έβλεπαν τίποτα. Μάτια ήταν μόνο τα κορμιά μας. Χάιδευαν το ένα το άλλο και έπλαθαν μαζί μία μάζα, ένα κορμί, ένα σώμα. 

Αποφεύγω να επαναφέρω αυτή τη σκηνή στην επιφάνεια. Καμιά φορά μαλώνω τον εαυτό μου όταν το κάνει. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια και όσο κι αν έχω γίνει ένας αρκετά γνωστός και καταξιωμένος σκηνοθέτης δεν μπορώ να αλλάξω ούτε μια στιγμή από αυτή τη σκηνή. Ήταν αψεγάδιαστη όπως και η Νεφέλη. Όμως δεν το ήξερε. Δεν το καταλάβαινε. Ένοιωθε άσχημα για κάποιες ουλές από ράμματα που είχε στο σώμα της. Συγκεκριμένα στα πόδια μετά από ένα ατύχημα. Εγώ τα αγαπούσα αυτά τα σημάδια. Μου αρέσουν οι σημαδεμένοι άνθρωποι. Σαν ένας θεός να τους σημάδεψε για να τους ξεχωρίζει και να μην τους χάσει μέσα στο πλήθος. Και η Νεφέλη ξεχώριζε.

Ήταν και πανέξυπνη και συναισθηματική και δημιουργική. Είχε την ιδιαίτερη ευχέρεια να κάνει τους ανθρώπους να την αντιπαθούν. Εκτός του ότι δεν είχε την ανάγκη να τη συμπαθούν όλοι, δεν μπορούσε και να υποκριθεί εάν διαφωνούσε με κάτι ή αν δεν συμπαθούσε κάποιον. Πόσο το ζήλευα αυτό. Εγώ δεν ήμουν, ούτε είμαι έτσι. Είμαι πιο συγκαταβατικός και πιο δειλός θα έλεγα. Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που ζήλευα στη Νεφέλη. Ένοιωθα και ακόμα νοιώθω ατάλαντος βλέποντας το ταλέντο της στη μουσική αλλά και σε ό,τι καταπιανόταν. Η αταλαντοσύνη μου φαινόταν πιο μεγάλη, μιας και τρεφόταν από το ταλέντο της. 

Το καταλάβαινε. Για να μην με κάνει να νοιώθω άσχημα, σταματούσε τη δημιουργικότητά της. Πολλές φορές αρνιόταν δουλειές όταν εγώ δεν είχα από πουθενά καμία πρόταση. Το καταλάβαινα. Θύμωνα. Νόμιζα ότι με λυπόταν και αυτό με έκανε να νοιώθω ακόμα πιο λίγος. Και ήμουν. Θυμάμαι ένα βράδυ, από τα πολλά που περπατούσαμε στα στενά του Δουβλίνου, και φανταζόμασταν ότι κάποτε εκεί περπατούσε ο  Όσκαρ Ουάιλντ, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Σάμιουελ Μπέκετ, δίπλα στο φωταγωγημένο κάστρο και παράλληλα του ποταμού Λίφεϋ, με ρώτησε:
«Μιχάλη ποια είναι η δεύτερη αγαπημένη σου μυρωδιά;»
«Η πρώτη εξαφανίστηκε;»
«Όχι, απλά η πρώτη πάντα παίρνει όλη τη δόξα ενώ η δεύτερη μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα».
«Η μυρωδιά του χώματος όταν αρχίζουν οι πρώτες βροχές. Δεν θες να μάθεις και την πρώτη;»
«Όχι. Απόψε δεν με ενδιαφέρει η πρώτη. Εμένα η δεύτερη αγαπημένη μου είναι του φρεσκοκομμένου ξύλου»
Ήξερα τι έκανε. Δεν ήξερα όμως αν αυτό με ικανοποιούσε ή όχι. Ο εγωιστής Μιχάλης και ο ανώριμος θύμωνε ενώ ο ερωτευμένος με την Νεφέλη,  χαιρόταν που ένας άνθρωπος τον αγαπούσε τόσο πολύ και ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, ψάχνοντας να βρει τρόπους να τον κάνει να εκτιμήσει τον εαυτό του γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που δεν είναι. Ακόμα και σε αυτό αποδείχτηκε δημιουργική, ευφάνταστη κι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος που ξέρει να αγαπάει. Τώρα τα λέω αυτά. Τότε όχι. Ζήλευα, θύμωνα, δεν μπορούσα να δω αυτό που πραγματικά συνέβαινε, ζήλευα. Θύμωνα. Ζήλευα. Θύμωνα. Ζήλευα.

Ακόμα συνεχίζω τα ταξίδια που τότε κάναμε μαζί. Μας άρεσε να γνωρίζουμε χώρες, πόλεις και τις συνήθειες των ανθρώπων στα μέρη αυτά. Τα περισσότερα ταξίδια πλέον είναι για δουλειά. Σπάνια ασχολούμαι με τις ζωές και την καθημερινότητα των άλλων ανθρώπων και σπάνια ασχολούμαι με τους ανθρώπους. Δεν έχω χρόνο. Μου λείπουν οι ώρες που συζητάγαμε με τη Νεφέλη. Μου λείπουν οι αγκαλιές που ήταν πάντα ανοιχτές σαν χαρές. Μου λείπουν οι νυχτερινές βόλτες. Δεν τις κάνω πια. Μαζί πιανόμασταν από το χέρι και αφήναμε τον δρόμο να μας πάει όπου αυτός ήθελε. Κοιτάζαμε μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών και θυμάμαι την κυρία τον κότσο να μαγειρεύει και να μυρίζει κανέλα παντού, ένα παιδάκι μάλλον μοναχοπαίδι να παίζει με τον μπαμπά του και να ακούς παντού γέλια, ένα νεαρό ζευγάρι με τα χέρια ενωμένα σαν τα δικά μας. Σαν να ‘ταν χθες.

Ο εγκέφαλός μου ήταν τόσο απασχολημένος με την εικόνα της και με ό,τι αυτή έφερνε στην επιφάνεια που δεν μπορούσε να δώσει εντολή στο σώμα μου να κουνηθεί. Μόνο η λειτουργία της αναπνοής διεξαγόταν κανονικά ύστερα από μια μικρή παύση. Το βλέμμα της ήταν ίδιο όπως και τότε. Γεμάτο όνειρα που εγώ ξέχασα να κάνω, γεμάτο από την ίδια δυναμική αθωότητα, γεμάτο.  Έσερνε μια μικρή κόκκινη βαλίτσα. Το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Μαύρο το δικό μου. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Για μένα θα είναι πάντα εκείνο το κορίτσι που έβλεπε τα πάντα σαν ένα παιχνίδι που δεν χρειαζόταν να υπάρχει νικητής και ηττημένος.  Ένα παιχνίδι που όλοι διασκεδάζουν. Ούτε εγώ άλλαξα. Ο ίδιος δειλός είμαι, κρυμμένος πίσω από αυτόν τον χαρακτηρισμό που μου έχω δώσει για να δικαιολογούμαι. 

Όταν την κοιτούσα τότε έμπαινα μέσα της και έβλεπα τα πάντα. Τίποτα δεν έμενε κρυφό αν κατάφερνες να περάσεις τον έλεγχο αυτού του βλέμματος. Εγώ τα κατάφερα αλλά αυτό που είδα ήταν πολύ για εμένα. Ήταν ολόκληρη και όχι μισή, ενώ εγώ όχι. Από τότε που γεννήθηκα κάτι μου έλλειπε. Και τώρα μου λείπει. Χωρίς το ένα μου νεφρό μπορώ να ζήσω μία φυσιολογική ζωή. Χωρίς τη Νεφέλη τι μπορώ να ζήσω; Δεν ήμουν το άλλο της μισό. Αυτή ήταν ολόκληρη.

Σε τόσες χώρες, πόλεις και χωριά, μετά από είκοσι χρόνια στο ίδιο σημείο στον ίδιο χώρο ξανά μαζί. Δεν με είδε. Όπως και τότε. Δεν είδε ποτέ πόσο μικρός ήμουν μπροστά της. Ανολοκλήρωτος. Με κοιτούσε πάντα μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό και της φαινόμουν μεγάλος και επαρκής. Εγώ όμως θα είμαι σαν τον νεφρό μου. Μονήρης. Έτσι έχει μάθει το σώμα μου. Πάντα κάτι πάντα να του λείπει. Δεν έχει γνωρίσει το πώς είναι να είσαι ολόκληρος. Δεν είχε ποτέ δύο νεφρούς. Εγώ όμως γνώρισα το ολόκληρο και το έχασα. Είχε το όνομά της. Το έδιωξα, το τρόμαξα, τρόμαξα. Και από τότε πονάω και θα συνεχίσω να πονάω. Αυτή είναι η τιμωρία μου. Από τότε που την έχασα είμαι μισός, είμαι ελλιπής.

Αν ποτέ ολοκληρωθώ δεν θα στηριχτώ σε μια τυχαία συνάντηση, αν ποτέ ολοκληρωθώ θα τη σκηνοθετήσω εγώ ο ίδιος,  αν ποτέ ολοκληρωθώ θα πάω να τη βρω. Γιατί πλέον θέλω να πιστεύω στη δύναμη του δειλού, στο δικό μου όλο. Τότε μόνο θα είμαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος και σκηνοθέτης της αγάπης μας, τότε μόνο.